- εδέμ
- η (AM ἐδέμ)1. ο παράδεισος πάνω στη γη2. τρυφή, αμέριμνη απόλαυση.[ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. eden «κήπος όπου κατοικούσε ο Αδάμ και η Εύα πριν την πτώση»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Εδέμ ή Κήπος της Εδέμ — (εβρ. Edhen). Ο επίγειος παράδεισος, κατά την Παλαιά Διαθήκη, στον οποίο ζούσαν οι πρωτόπλαστοι Αδάμ και Εύα ευτυχισμένοι, χωρίς θλίψη ή πόνο. Η λέξη σημαίνει τρυφή, ευχαρίστηση, απόλαυση. Ο αντίστοιχος συριακός όρος Εδινού σημαίνει χέρσο πεδίο,… … Dictionary of Greek
Εδέμ — η (λ. εβρ.), ο Παράδεισος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παράδεισος — I Κατά τη χριστιανική θρησκεία, ο τόπος της τέλειας μακαριότητας, όπου θα παραμείνουν αιώνια οι δίκαιοι μετά τον θάνατό τους. Η λέξη, που έχει περσική προέλευση, σημαίνει κήπος, και εμφανίζεται στη μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης των Εβδομήκοντα,… … Dictionary of Greek
Едем — земной рай, рай , церк., поэт., русск. цслав. едемъ из греч. Εδέμ – то же … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Афинский трамвай — Трамвайная система Страна … Википедия
κηπούρι(ν) — κηπούρι(ν), τὸ (Μ) (για την Εδέμ) μικρός κήπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆπος + κατάλ. ούρι(ν) (< ουσ. σε ουρος + υποκορ. κατάλ. ιον), πρβλ. καλαθ ούρι, σπιθ ούρι] … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
Ααρών Μπεν Ελιγιά — (Κάιρο 1300 – Κωνσταντινούπολη 1396).Εβραίος φιλόσοφος. Έζησε κυρίως στη Νικομήδεια της Μ. Ασίας. Είναι γνωστός και ως Α. o Νεότερος. Η φιλοσοφία του βασίζεται στη λογική και οι ιδέες του για τον κόσμο είναι υλιστικές, χωρίς ωστόσο να αρνείται… … Dictionary of Greek
Αδάμ — I Το όνομα του πρώτου ανθρώπου κατά την Αγία Γραφή. Η λέξη προέρχεται από το εβραϊκό adamah (καλλιεργήσιμη γη) και αρχικά σήμαινε άνθρωπος, ανθρωπότητα. Στο βιβλίο της Γενέσεως (A’, 26 κε. και B’, 18 κε.) αναφέρεται πως ο Θεός έπλασε τον Αδάμ και … Dictionary of Greek
Αιάνειον — Άλσος, τέμενος, τόπος ιερός, στην περιοχή της οχυρής Οπούντας, μητρόπολης των Λοκρών. Εκεί –κατά την παράδοση– είχαν ζήσει οι πρωτόπλαστοι Δευκαλίωνας και Πύρρα και γι’ αυτό το Α. ήταν ένα είδος Εδέμ ή επίγειου παραδείσου των αρχαίων Ελλήνων … Dictionary of Greek